Άμορφο σπέρμα
αυτή η γη
η γειτονιά μου
γεvνάει ιστούς ανίερους,
δεσποτικούς.
Δούλη
παρθένα ακόρεστη
η ζωή
σε ταπεινό
μπορντέλο εγκυμονούσα
την ηθική της
έπαρση
κατάσαρκα φοράει
κι αναίτια
λιθοβολεί
μ' αλαζονεία
ρωτώντας:
«Πώς ερωτεύονται
ετούτοι οι εραστές
κι ο τρόπος τους
δε μοιάζει στο δικό μας;
ποιοι είναι αυτοί
και πως τολμούν να κάνουν το δικό τους
δίχως την άδεια
να πάρουν της Συγκλήτου;»
Κάποτε πέρασα απ'
αυτές τις συμπληγάδες
Ο χασομέρης
χρόνος δε διάβαζε ιστορία.
Ρούφαγε αργά το
δέος της με φόβο
κι ύστερα έψαχνε
εφεδρείες ψυχικές
ν' αντέξει το
λυγμό της.
Συρφετός ψιθύρων
το ικρίωμά μου έστησε
κι οι ανέραστοι
άμαχοι,
τους δήμιους
επευφημούσαν
αφού με
καταδίκασαν ψιθυριστά.
Τώρα που οι κυκλώνες κόπασαν
κι οι
Αλκυονίδες αλιεύουν τις ήσυχες μέρες μου
να ξορκίσω δε
μπορώ τους κρεμασμένους των ψιθύρων
Ιέρεια του έφηβου
έρωτά μου ...
Μ' ένα λυχνάρι
ψάχνεις
τη σκιά ενός ορθόδοξου
έρωτα
μα η ζωή είναι
εδώ κι ελευθεριάζει όπως αυτή θέλει.
Όπως ο Διόνυσος
κι ο Πάνας.
Όπως τα αγάλματα
και οι αμφορείς.
Εδώ τα λόγια
είναι γυμνά σαν κοφτερό λεπίδι:
Όποιος το σώμα
του έρωτα
έχει γευτεί, θα
ξέρει,
σαν συναινέσουν
τα κορμιά,
στο θεριακλίκι
της φωτιάς
κανόνες δε χωράνε.
Κι όποιος το αίμα
του έρωτα
έχει γευτεί θα
ξέρει
κρυφά κι αν δεν
τ' ομολογεί
πως την αρμύρα
της ψυχής
δεν τη γλυκαίνει
ο χρόνος
Κι ούτε της
πρέπουν δήμιοι , ψιθυριστές αχρείοι ...
Γιώργος
Ατματζίδης