Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Άννα




Μοναχική!
Ζυγίζει  με τη σιωπή
σαν το άρωμα της ανθισμένης ρίγανης
που απλώνεται ως το χέρι  που θα την κόψει
και θα γευτεί τα πάθη της
μέχρι να παραλύσουν οι αισθήσεις

                  Γιώργος Ατματζίδης

Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Γιούλα




Πάντα μου άρεσε
Το παράφορο
Το ανεξέλεγκτο σμίξιμο

Αυτό το στάδιο της προετοιμασίας
του αναμενόμενου
αφαιρούσε κάτι από τη μαγεία
του απροσδόκητου…


                               Γιώργος Ατματζίδης

Χριστίνα





Κανείς πια δε νοιάζεται
Για τα πολύτιμα άλμπουμ με τις φωτογραφίες

Ποιος έχει χρόνο για το παρελθόν;

Ίσα που προλαβαίνουν

Να δουν τις στιγμές του παρόντος…


                                   Γιώργος Ατματζίδης

Στοχαστική Βουλιμία



Θα σ’ ονομάσω εκχύλισμα ηδονής

Θα σκορπίσω χίλιες πυρπολημένες λέξεις
Εκεί που πέφτει το βλέμμα σου
Να λαμπαδιάσεις συλλαβίζοντας τον Έρωτα

Θ’ αντέξω χίλιες αγρυπνίες
Σκάβοντας σ’ ατέλειωτες σιωπές ν ‘ ανακαλύψω
Τις θαμμένες ακολασίες της σκέψης σου

Θα σηκώσω χίλια κύματα πελώρια
Να ξεπλύνουν τα θαμπά κι ανεξιχνίαστα μυστικά σου
Και να νοτίσει ο νους σου από τους βέβηλους στοχασμούς

Θα ελευθερώσω χίλιους αδέσποτους ανέμους
Να σε παρασύρουν στη γλύκα της ανομίας
Για να υποτάξω με θωπείες το ανυπότακτο κορμί σου

Θα συγκλίνω πάνω σου χίλια ηδονικά βλέμματα
Αδίστακτα, ακατέργαστα, ασυγκράτητα
Να γκρεμίσω τα ξεθωριασμένα τείχη της σεμνότητάς σου
Και χωρίς αντίσταση, χωρίς αιδώ
Να μου παραδοθείς.

Θα σαγηνέψω χίλιες ξεστρατισμένες ηδονές
Να χυθεί ο πυρετός μου στο αίμα σου
Και να μεθύσω, αδέσποτο αγρίμι, από την ψυχή σου

Θα σ’ ονομάσω εκχύλισμα ηδονής
Και θα σε πιώ-άσπρο πάτο-μονομιάς
Τραχύς κι αναχαίτιστος στρατηλάτης που απόκαμε
Απροσδόκητα ηττημένος
Πάνω στο γυμνό, ανοιξιάτικο, ανθισμένο λιβάδι σου.


                              Γιώργος Ατματζίδης

ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

  
Το διήγημα αυτό γράφτηκε το 2003. Βραβεύτηκε με το τρίτο βραβείο στον πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Ο.Τ.Ο.Ε. που έγινε το 2008  και συμμετείχαν 280 υπάλληλοι τραπεζών από όλη την Ελλάδα.



 Πλατεία Αριστοτέλους
Έφτασα, όπως κάθε πρωί στην ώρα μου στην οδό Σαπφούς, όπου στάθμευα το αυτοκίνητό μου σε μια αλάνα. Η διαδρομή, περπατώντας, ήταν περίπου είκοσι λεπτά από εκεί μέχρι τη δουλειά μου και την έκανα με ακρίβεια κάθε μέρα. Περνούσα απ’ τα δικαστήρια, μετά από το λιμάνι έπαιρνα την παραλιακή κι από την πλευρά της θάλασσας έφτανα στην πλατεία Αριστοτέλους. Πολλές φορές πήγαινα επίτηδες μέχρι το Λευκό πύργο και γυρνούσα πάλι, επειδή μου άρεσε να βλέπω το Θερμαϊκό εκείνη τη συγκεκριμένη ώρα. Άπλωνα το βλέμμα μου στη θάλασσα κι ένοιωθα πάντα το ίδιο συναίσθημα της ταραχής που ένοιωσα, όταν εφτάχρονο παιδί για πρώτη φορά, την είδα από ένα αστικό που διέσχιζε την Εγνατία.