Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Ο ΚΥΚΛΟΣ (διήγημα)



















«Η ψυχή συναλγούσα τον ουράνιον ποθεί και σύμφυλον αιθέρα και διψά
της εκείσε διαίτης και χορείας οριγνωμένη»   Πλάτωνος/Αξίοχος



Η καινούργια ταβέρνα που είχε στηθεί στην πλαγιά του βουνού έμοιαζε με κυψέλη σε φάση οργασμού εξ αιτίας του κόσμου που την είχε κατακλύσει την παραμονή των Χριστουγέννων. Τα γκαρσόνια ιδρωμένα κι αμήχανα από τις παραγγελίες που έπεφταν βροχή, πήγαιναν κι ερχόντουσαν ανάμεσα στον κόσμο, άλλοτε με το δίσκο σηκωμένο πάνω από τα κεφάλια των πελατών κι άλλοτε περιμένοντας υπομονετικά να περάσουν από τα στενά διαδρομάκια που άφησε ανάμεσα στα τραπέζια η αδηφάγος εκμετάλλευση του χώρου.
Στην κουζίνα πέντε άνθρωποι αλλοπαρμένοι έφτυναν τα πιάτα στους δίσκους με ρυθμό πολυβόλου και τα χαρτάκια με τον αριθμό των τραπεζιών κρεμόντουσαν στο σχοινάκι με τη σειρά. Ο ευτραφής τραγουδιστής, με την άψογη ομολογουμένως φωνή του, συναγωνιζόταν τις φωνές του κόσμου και ο κόσμος συναγωνιζόταν την ένταση της φωνής του. Τελικά ούτε το συνομιλητή σου μπορούσες ν’ ακούσεις ούτε τη μουσική. Επικρατούσε χάος. Οι καρέκλες κολλημένες η μία δίπλα στην άλλη έτσι που μπορούσες να κουνήσεις μόνο το κεφάλι σου, άντε και λίγο τα χέρια σου για να καρφώσεις με το πιρούνι κάτι από το πιάτο σου. Ο καπνός από τα τσιγάρα είχε σχηματίσει ένα οριζόντιο συννεφάκι πάνω από τα κεφάλια μας και μου θύμιζε το καπελάκι του νέφους που φοράει η Θεσσαλονίκη όταν τη βλέπεις τα πρωινά πάνω από το όρος Πάϊκο.
Ελλάδα παραμονή γιορτής!
Πάντα ήμουν αντίθετος με τις καθιερωμένες εξόδους σε συγκεκριμένες γιορτές. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί θα έπρεπε να στοιβαχτούμε ο ένας πάνω στον άλλο τη συγκεκριμένη μέρα, σε μαγαζιά που μας υποτιμούν ως ανθρώπους. Έτσι κάθε φορά που γινόταν αυτό εγώ απλά παρευρισκόμουν. Δε συμμετείχα με την καρδιά μου. Απλά έκανα το κέφι της παρέας έστω και άκεφος. Παρακολουθούσα τα δρώμενα και σκεφτόμουνα τη ματαιότητα των πραγμάτων, ενώ κάθε λίγο κάποιος απ’ την παρέα σχολίαζε, πειράζοντάς με,  τη στάση μου.
Εκείνη τη μέρα όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ήταν στην παρέα μας ο καλός μου φίλος, ο Γιάννης ο δάσκαλος. Πάντα έλεγα πως η λέξη δάσκαλος ήταν πολύ φτωχή για να περιγράψει το Γιάννη. Ευτυχώς όμως, κοντά στη λέξη δάσκαλος προστέθηκε πρόσφατα και η λέξη συγγραφέας. Είχε κυκλοφορήσει πριν από λίγο καιρό το πρώτο του βιβλίο από εκδοτικό οίκο της Αθήνας και όλοι μας ήμασταν περήφανοι για το φίλο μας. Ο ίδιος, ευτυχισμένος πλέον και μ’ ένα μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπο,  μετά από πέντε χρόνια τρέξιμο, αγωνία, προσπάθειες και απογοητεύσεις, είδε το όνειρό του να γίνεται πραγματικότητα.
Ο Γιάννης!
Ο φίλος μου ο Γιάννης!
Φτωχόπαιδο από ένα χωριουδάκι κοντά στα σύνορα, είδε τη ζωή με ανοιχτά μάτια. Μάτια ορθάνοιχτα όπως τα μάτια ενός παιδιού που γεμάτο έκσταση και απορία μαθαίνει τον κόσμο ρουφώντας τον κυριολεκτικά σα σφουγγάρι. Μεγάλωσε μέσα σε πράγματα όμορφα κι απλά και έμαθε να βλέπει τα μεγάλα πράγματα που κρύβονται μέσα στα μικρά. Να σκεφτείτε ότι η μεγαλύτερη αξία της ζωής του ήταν και είναι ο μακαρίτης ο παππούς του. Ο παππούς του που του μίλαγε σαν να ήτανε μεγάλος.
« Ξέρεις τι είναι ο λόγος;» με ρώταγε πάντα ο Γιάννης ρητορικά για να συνεχίσει μόνος του: «Ο λόγος είναι το μπόλι στην ψυχή μας που την κάνει να μεγαλώσει. Όσο πιο πολύς λόγος μπολιάσει την ψυχή μας τόσο πιο μεγάλη γίνεται, τόσα πιο πολλά πράγματα χωράει. Ο λόγος του παππού μου μπόλιασε την  ψυχή μου και μ’ έκανε ν’ αγαπήσω τα γράμματα. Ο λόγος του παππού μου κάρφωσε  στην παιδική φαντασία μου έναν  κόσμο ιδανικό που όσο μέχρι σήμερα δεν τον συναντάω, τόσο θέλω να τον φτιάξω μέσα στα βιβλία μου. Άγραφο χαρτί η παιδική μου ψυχούλα κι έγραφε πάνω της η εικόνα του! Η μορφή του ο τόνος της φωνής του, τα λόγια του. Μιλούσε σαν τον Ιησού Χριστό για τα μεγάλα πράγματα των ανθρώπων, χωρίς να μιλάει ποτέ για το Θεό και τη θρησκεία. Ούτε πήγαινε ποτέ στην εκκλησία. Άμα πέθαινε μονάχα κάποιος νέος έλεγε πως δεν είναι σωστά πράγματα αυτά που κάνει ο Θεός. Μίκραινε τις μικρότητες των ανθρώπων και μεγάλωνε τις μεγαλοσύνες τους! Άχτιστο σπίτι η παιδική ψυχούλα μου κι ο παππούς μου ο πρωτομάστορας έχτιζε τα θεμέλια της, κάθε τούβλο και μια ανθρώπινη αξία, κάθε τοίχος κι ένα ανθρώπινο μεγαλείο. Τα μικρά και τα μίζερα μην τα νοιάζεσαι, τα μεγάλα να πονάς, μου έλεγε ο παππούς μου!
-Έ χαϊβάνια ξυπνήστε! Φώναζε ο Γιάννης γεμάτος περηφάνια όταν μιλούσε για τον παππού του.»
Αυτά σκεφτόμουνα μέσα σ’ όλη εκείνη τη φασαρία της ταβέρνας όταν άκουσα τη φωνή του και από τα λόγια του κατάλαβα ότι μάλλον τον κοίταζα:
-Τι με κοιτάς ρε χαμένε; Γλεντάμε τώρα! Άσε τα σοβαρά γι’ αργότερα...
-Τι γλέντι να κάνεις εδώ ρε Γιάννη; Δε βλέπεις πως είμαστε;
-Γλέντι; Αυτός ο εκμεταλλευτής δεν άφησε χώρο για πίστα αλλά εγώ θα του κάνω όλο το μαγαζί πίστα! Περίμενε και θα δεις!
Προσπάθησε να τραβήξει πίσω την καρέκλα του για να βγει αλλά ήταν αδύνατον γιατί η πλάτη της ακουμπούσε την πλάτη μιας άλλης καρέκλας πάνω στην οποία καθόταν μια κυρία βαρέων βαρών. Έβαλε τα χέρια του στην πλάτη του καθίσματος και σαν να έκανε μονόζυγο τα πίεσε προς τα κάτω με δύναμη. Το σώμα του βγήκε από το τούνελ που ήτανε σφηνωμένο και πατώντας με τα πόδια του σηκώθηκε όρθιος πάνω στο κάθισμά του. Έστρεψε το κεφάλι του προς την ορχήστρα, κάρφωσε το τσιγάρο του στο στόμα  και κοιτάζοντας τον ευτραφή τραγουδιστή άρχισε να χτυπάει τις ανοιχτές παλάμες του πάνω στο ρυθμό του ζεϊμπέκικου ενώ ταυτόχρονα χτυπούσε και το πόδι του στην καρέκλα.Τα Τατατα!   Τα  Τατατα!
Η παρέα μας  άρχισε να κοιτάει γύρω-γύρω αμήχανα. Εγώ που είχα έφεση στις παρεκτροπές άρχισα να χτυπάω καθιστός τις παλάμες μου και σιγά-σιγά όλοι μπήκαν στο παιχνίδι!  Ίσα που πρόλαβα να σπρώξω μερικά πιάτα και ποτήρια ανοίγοντας χώρο πάνω στο τραπέζι όταν ο Γιάννης ανέβηκε πάνω και πατώντας σταθερά σ’ ένα σημείο σήκωσε τα χέρια προς τα πάνω κρατώντας τις παλάμες ανοιχτές όπως όταν χαιρετάμε κάποιον.  Άρχισε να κοιτάζει γύρω-γύρω όλο τον κόσμο, όρθιος και με τα χέρια σηκωμένα, θαρρείς και προσπαθούσε να τους πει κάτι ενώ οι μουσικοί γνωρίζοντας την αδυναμία του Γιάννη άρχισαν να παίζουν την «Ευδοκία».
Εγώ ήξερα τι προσπαθούσε να πει στον κόσμο ο Γιάννης! Είχαμε συζητήσει πολλές φορές για το χορό και μου έλεγε πάντα πως ο χορός είναι το τελειότερο μέσο έκφρασης του ανθρώπου. «Ποτέ η γλώσσα του ανθρώπου δεν θα μπορέσει να εκφράσει αυτό που εκφράζει  το σώμα του όταν χορεύει. Είμαστε σκόρπιοι Γιώργο μου! Είμαστε σκόρπιοι! Το σώμα και η ψυχή δένει μόνο όταν χορεύεις! Λένε ότι το πρόσωπο του ανθρώπου είναι ο καθρέφτης της ψυχής του. Έτσι είναι! Εγώ όμως λέω πως όταν χορεύει ο άνθρωπος όχι μόνο το πρόσωπο αλλά ολόκληρο το σώμα του γίνεται ο καθρέφτης της ψυχής του. Κοίταξε αυτόν εκεί: οι κινήσεις του δείχνουν ότι είναι άνθρωπος φοβισμένος! Δες κι αυτόν δεξιά στην πίστα: Είναι άνθρωπος μετρημένος και σοβαρός!  Ο άλλος εκεί στο κέντρο είναι τσαρλατάνος τον βλέπεις; Αυτός εκεί αριστερά πρέπει να έχει εξουσία στα χέρια του, δε μπορεί να κρυφτεί! Όποιος μπορεί και διαβάζει το χορό, διαβάζει τους ανθρώπους! Όσα σχολεία χορού και να περάσεις, αυτό που θα βγάλεις όταν χορεύεις είναι η ψυχή σου.»
Δε χόρευε συχνά ο Γιάννης. Έλεγε πως όταν χορεύεις είναι σα να κάνει έρωτα το κορμί  με την ψυχή σου. Είναι σα να πας σε μια άλλη διάσταση και να ξαναγυρίζεις. Τώρα λοιπόν ο Γιάννης με τα χέρια σηκωμένα πάνω στο τραπέζι έλεγε στον κόσμο πως θα χορέψει. Τους κοίταζε έναν-έναν στα μάτια κι όπως ήταν με τα χέρια σηκωμένα φαινόταν σα να τους χαιρετούσε και να τους πρόσταζε. Ήταν μια επίκληση και μια προσταγή. Προσπαθούσε να πει στον κόσμο ότι ο χορός είναι ιερός!  Δεν περίμενε απάντηση!  Απλά ήθελε να τους το πει.
Άρχισε να χτυπάει το πόδι του πάνω στο τραπέζι στο ρυθμό του ζεϊμπέκικου. Τα  Τατατα!  Τα  Τατατα. Ο δυνατός θόρυβος από το χτύπημα και τα πιάτα που χοροπηδούσαν έκανε αρκετούς να στραφούν στο μέρος μας. Ο Γιάννης έχοντας τα χέρια υψωμένα και με το πόδι να χτυπάει το τραπέζι σήκωσε το κεφάλι προς τον ουρανό και άρχισε να γέρνει προς τα πίσω το σώμα του, μια αριστερά μια δεξιά, με τα χέρια να πηγαίνουν αντίθετα από τη φορά του σώματός του. Τα μάτια του ήταν μισόκλειστα. Είχε αρχίσει να φεύγει από κοντά μας. Ήταν αλλού! Άπλωσε τα χέρια οριζόντια με τις παλάμες να κοιτούν στο πάτωμα και άρχισε να περπατάει γύρω από τον εαυτό του, αργά με σκυμμένο κεφάλι  κοιτάζοντας το πάτωμα, με τα πατήματά του στο ρυθμό του ζεϊμπέκικου.  Τα Τατατα!  Τα Τατατα!  Όσο αγρίευαν οι κινήσεις του τόσο τα πιάτα και τα ποτήρια έφευγαν απ’ το τραπέζι για ν’ αδειάσει ο χώρος.  Ο ρυθμός άρχισε να μας κυριεύει όλους στην παρέα και μερικοί από τα διπλανά τραπέζια σταμάτησαν να τρώνε και να συζητάνε. Ο Γιάννης περιστρεφόταν γύρω απ’ τον εαυτό του με τα πόδια και τα χέρια να κινούνται αρμονικά σαν τονικές και δεσπόζουσες συγχορδίες. Έκανε τις παλάμες σαν κοφτερά μαχαίρια και τα κινούσε κάθετα πάνω-κάτω θαρρείς και σουγιάδιαζε το θάνατο.  Κινούσε τ’ ακροδάχτυλά του θαρρείς κι έφευγε η ψυχή του από τις άκρες των δακτύλων του και διασκορπιζόταν στο χώρο. Έστρεφε το κορμί του μια αριστερά μια δεξιά, με τα πόδια και τα χέρια σε ταυτόσημες ή αντίστροφες πορείες θαρρείς και η μουσική που ακούγαμε έβγαινε μέσα από το κορμί του.  
Ο  ευτραφής τραγουδιστής δε σταματούσε τη μελωδία και ο κόσμος είτε από περιέργεια είτε από  θαυμασμό είχε σταματήσει να τρώει και κοίταζε το Γιάννη που με κλειστά μάτια πλέον έγινε ένα με το ρυθμό και τη μελωδία. Η ψυχή του ακτινοβολούσε το λυρισμό της  και το κορμί του ακτινοβολούσε τον ήχο! Έκανε διάλογο με τις νότες. Ήξερε πότε να σταματήσει η κίνηση του χεριού σε μια αποστροφή της μελωδίας, ένοιωθε τα μουσικά όργανα να ανταποκρίνονται στον τραγουδιστή  και ανταποκρινόταν με τις κινήσεις του  θαρρείς και περπατούσε πατώντας πάνω στις νότες.
Ξαφνικά από το διπλανό τραπέζι σηκώθηκαν όλοι μαζί και με γρήγορες κινήσεις πήραν το τραπέζι και τις καρέκλες τους και τα μετέφεραν έξω από το μαγαζί γι να κάνουν χώρο να χορέψει ο Γιάννης.  Αυτός θαρρείς και το περίμενε, έκανε ένα σάλτο και βρέθηκε στο πάτωμα. Σχεδόν ταυτόχρονα σηκωθήκαμε κι εμείς και μεταφέραμε το τραπέζι και τις καρέκλες μας έξω. Δημιουργήθηκε έτσι ένας μικρός χώρος μέσα στον οποίο κάναμε όλοι ένα κύκλο, στο κέντρο του οποίου χόρευε ο Γιάννης. Είχε αρχίσει να ιδρώνει αλλά δε σταματούσε. Ούτε αυτός ούτε οι μουσικοί. Τον ίδιο αργόσυρτο ρυθμό του ζεϊμπέκικου που σ’ έκανε να νομίζεις πως ήσουν μέρος της παρτιτούρας. Ήξερες το επόμενο πρωτεύον χτύπημα και την επόμενη νότα.
Κάποια στιγμή ένας σερβιτόρος, μη έχοντας τρόπο να πάει στην κουζίνα, προσπάθησε να διασχίσει τον κύκλο ακριβώς την ώρα που ο Γιάννης έκανε μια απότομη στροφή και  οι παλάμες του σα δίκοπα μαχαίρια έσχιζαν τον αέρα στα δύο. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Το βαρύ χέρι του χορευτή κατευθυνόταν στο πρόσωπο του ξαφνιασμένου σερβιτόρου με μεγάλη ταχύτητα όταν δέκατα του δευτερολέπτου πριν γίνει το κακό, μερικά εκατοστά από το πρόσωπο του σερβιτόρου, ο Γιάννης το πρόλαβε. Ο κόσμος πάγωσε και παλάμες του έμειναν μετέωρες ενώ η μουσική συνέχισε να παίζει. Ο Γιάννης κάρφωσε το θυμωμένο βλέμμα του κατ’ ευθείαν στα μάτια του σερβιτόρου έτοιμος να χιμήξει και να τον κατασπαράξει. Για ένα δευτερόλεπτο νόμισα πως θα γίνει συμπλοκή και τράβηξα από τον αγκώνα το παιδί βγάζοντάς τον έξω από τον κύκλο ενώ ο φίλος μου εμφανώς ταραγμένος συνέχισε να χορεύει το ίδιο παθιασμένα. Και ενώ από δίπλα είχε φύγει κι άλλο τραπέζι έξω και ο κύκλος όσο πήγαινε και μεγάλωνε μου ήρθε μια ιδέα: Να πω στους μουσικούς να παίξουνε έναν καρσιλαμά!
Ο ζεϊμπέκικος χορός, έλεγε ο Γιάννης, είναι χορός της γης και ο καρσιλαμάς είναι χορός του ουρανού.  Όταν χορεύεις ζεϊμπέκικο πατάς το χώμα με δύναμη και είναι σαν να πατάς το χάρο και να τον λειώνεις. Όλο το αντριλίκι κι όλη η παλικαριά βγαίνουν μέσα από έναν ζεϊμπέκικο χορό! Ο καρσιλαμάς όμως είναι άλλη ιστορία. Βγαίνει από μέσα σου η διάθεσή σου να πετάξεις στον ουρανό. Απλώνεις τα χέρια οριζόντια και τα κάνεις φτερά για να πετάξεις έλεγε. Και μακάρι να είχαμε φτερά να πετούσαμε. Δε θα ήμασταν τόσο μίζεροι. Θα βλέπαμε τον κόσμο πιο σφαιρικά. Θα είχαμε πιο μεγάλη καρδιά. Θα νοιώθαμε πιο ελεύθεροι. Η σκλαβιά της καθημερινότητας μας κάνει μίζερους και χτικιάρηδες ενώ η ελευθερία του πνεύματος  μας κάνει ανοιχτόκαρδους. Φτερά χρειαζόμαστε Γιώργο, μου έλεγε. Και τα φτερά μας τα δίνει ο χορός.
Πήγα στον τραγουδιστή και του το ζήτησα. Αυτός έκανε ένα νεύμα στους μουσικούς και ο ρυθμός άλλαξε. Στους καρσιλαμάδες του Σωκράτη Μάλαμα οι νότες διαδέχονταν η μία την άλλη ταχύτερα και ο κόσμος άρχισε να χειροκροτεί το Γιάννη, ο οποίος όταν άκουσε τον καινούργιο ρυθμό ξεκούμπωσε το πουκάμισό του και το πέταξε σε μένα,  μένοντας έτσι με το φανελάκι. Τώρα πια είχαν μαζευτεί σχεδόν όλοι στον κύκλο. Είχαμε γίνει μια μεγάλη παρέα. Εμείς που ήμασταν στην πρώτη και στη δεύτερη σειρά του κύκλου καθόμασταν οκλαδόν στο πάτωμα  ενώ μερικοί που βρισκόντουσαν πιο πίσω και δεν έβλεπαν ανέβηκαν στα τραπέζια και χτυπούσαν ρυθμικά τα χέρια τους.
Ο Γιάννης έδεσε  τα χέρια του πίσω από τη μέση, έγειρε μπροστά όπως κάνουν οι παππούδες όταν περπατάνε στο δρόμο και άρχισε να περπατάει  ρυθμικά, στην εσωτερική περίμετρο του κύκλου πατώντας πάνω στα πατήματα του χορού. Τατα  Τατα  Τατα  Τατατα!  Τατα Τατα Τατα Τατατα ! Τιμούσε έτσι τους ανθρώπους που τον σεβάστηκαν σ’ αυτή την ιερή στιγμή του. Μόλις έκανε όλο τον κύκλο  πήγε στο κέντρο του, σήκωσε τα χέρια και το κεφάλι προς τον ουρανό σαν ηθοποιός σε αρχαία τραγωδία που απευθύνεται στους θεούς του Ολύμπου.  Έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα σ’ αυτή τη στάση ενώ ο τραγουδιστής τραγουδούσε:
«Στο δολάριο μπλεγμένη
  σέρνεται η οικουμένη...»
Άπλωσε τα χέρια στους δύο ορίζοντες και άρχισε να γυρνάει γύρω-γύρω όπως κάναμε, όταν ήμασταν παιδιά, για να ζαλιστούμε. Σιγά-σιγά άρχισε  να κινεί τους ώμους  πάνω-κάτω  και μετά σηκωνόταν ρυθμικά στις μύτες των ποδιών του θαρρείς και υπήρχε μέσα του ένα συγκεκριμένο τελετουργικό προσέγγισης του χορού. Ένα-ένα τα μέλη του σώματός του έμπαιναν στο χορό, το καθένα με διαφορετικό τρόπο.  Τατα  Τατα  Τατα  Τατατα!   Τατα  Τατα  Τατα Τατατα! Κινούσε ρυθμικά μόνο  τους καρπούς των χεριών του  όπως κάνουν τα πουλιά με τα φτερά τους όταν πετάνε. Μετά άρχισε να στροβιλίζεται κάνοντας μικρά κυκλάκια  όσο κρατάει ένα μέτρο  9/8 στο τραγούδι. Ο κύκλος που έκανε ο Γιάννης μεγάλωνε σιγά-σιγά και γινόταν δύο μουσικά μέτρα, τρία μουσικά μέτρα, όσα μπορούσε να χωρέσει η εσωτερική περίμετρος  του δικού μας κύκλου. Περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό του με τα χέρια σε στάση φτερουγίσματος και τη μέθη της ψυχικής ανάτασης στο πρόσωπό του χωρίς να λογαριάζει την ταχύτητα της περιστροφής, την ταχύτητα της μουσικής και του χορού του, την κούραση και τον ιδρώτα που πλέον  τον έλουζε κυριολεκτικά! Ο Γιάννης πετούσε! Έκανε το όνειρό του πραγματικότητα!  Ο κόσμος εκστασιασμένος από το πάθος του φίλου μου ξέφυγε από το ρυθμό του τραγουδιού και πλέον χειροκροτούσε  συνέχεια και με ένταση.
Μέχρι που φίλος μου έκανε πως ζαλίζεται και παραπατάει, σταμάτησε το χορό και άρχισε να κοιτάζει με απορία γύρω-γύρω όλα τα πρόσωπα που τον τιμούσαν. Έπιασε το στήθος του, έβγαλε μια κραυγή «πονάω» και άρχισε να τρεκλίζει. Όρμησα πάνω του και τον πρόλαβα! Σωριάστηκε στην αγκαλιά μου κι εγώ στο πάτωμα. Δε θυμάμαι τίποτε άλλο! Δε θέλω να θυμάμαι τίποτε άλλο! Ο  φίλος μου ο Γιάννης ο χορευτής, ο άνθρωπος που αγαπούσε τη ζωή όσο κανείς άλλος, ο άνθρωπος που ήθελε να πετάξει, τα κατάφερε. Πέταξε την ώρα που καθρέφτιζε τη μεγαλοσύνη της ψυχή του πάνω στο κορμί του. Την ώρα που όλοι μας βλέπαμε το φως του.-
                                        Γιώργος Ατματζίδης                   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου